- εὐγενέστερος
- εὐγενήςwell-bornmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… … Dictionary of Greek
ԱԶՆՈՒԱԿԱՆԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0011 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c ա. εὑγενέστερος nobilior Առաւել ազնուական. *Սոքա ազնուականագոյնք (կամ ազնուագոյնք) էին՝ քան որ ʼի թեսաղոնիկն էին. Գծ. ՟Ժ՟Է. 11: *Բարեսէր եւ ազնուականագոյն մարդկան. Պիտ.: Եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)